twitter
rss

Διασκευή του λαϊκού παραμυθιού
Ο ποντικός και η θυγατέρα του


          Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας γέρο-ποντικός που είχε μια πανέμορφη κόρη.  Ήταν τόσο όμορφη που έμοιαζε σαν ένα ροζ τριαντάφυλλο.  Ο γέρο – ποντικός ήθελε ένα γαμπρό για την κόρη του.  Δεν ήθελε όμως να την παντρέψει με ποντικό αλλά με το πιο δυνατό, θαρραλέο και όμορφο πλάσμα στη γη.
          Μια ηλιόλουστη μέρα ο ποντικός κοίταξε ψηλά στον ουρανό και είδε τον ήλιο θαμπωμένος απ’ το φως του.  Σκέφτηκε λοιπόν πως ήταν το πιο δυνατό πλάσμα στη γη.  Θα ήταν ο τέλειος γαμπρός για την κόρη του.
          Ξεκίνησε λοιπόν να πάει στο παλάτι του ήλιου.  Κτύπησε το κουδούνι κι ένα αστεράκι του άνοιξε την ηλιόπορτα.  Το αστέρι τον ρώτησε:
-      Ποιον ζητάτε κύριε;
-      Μπορώ σας παρακαλώ να δω τον ήλιο;
-      Ευχαρίστως!  Θα τον φωνάξω.
Ο ποντικός μόλις αντίκρισε τον ήλιο θαμπώθηκε από τη λάμψη του και του είπε στη στιγμή:
-      Βασιλιά Ήλιε, ο σκοπός που ήρθα στο παλάτι σου είναι για να σου ζητήσω να γίνεις γαμπρός μου.
-      Θα το ήθελα πολύ καλέ μου ποντικέ, αλλά δυστυχώς είμαι ήδη παντρεμένος με το φεγγάρι, αποκρίθηκε ο Ήλιος.
Ο ποντικός έκανε να φύγει απογοητευμένος, αλλά προτού φύγει ζήτησε από τον Ήλιο να του πει, αν ήξερε, κάποιο δυνατό και όμορφο σαν κι αυτόν.
«Ναι, ξέρω.  Του απάντησε ο ήλιος.  Είναι το σύννεφο που κρύβει τη λάμψη μου και διαλύει το φως μου.» Τότε ο γέρο – ποντικός έφυγε βιαστικός από τον ήλιο και κίνησε να βρει το σύννεφο. 
Αφού περπάτησε πολλά ποντικοχιλιόμετρα έφτασε στο γκρίζο σύννεφο.  Φτάνοντας έξω από το σπίτι του κτύπησε το συννεφοκουδούνι της συννεφόπορτας.  Ένας συννεφοκεραυνός του άνοιξε και ο ποντικός τρομαγμένος τρομαγμένος ζήτησε να δει το σύννεφο.
-      Θα ήθελα να σου ζητήσω να παντρευτείς την κόρη μου, που καμιά δεν την ξεπερνά στην ομορφιά, είπε ο ποντικός στο σύννεφο μόλις παρουσιάστηκε μπροστά του.  Ένας τέτοιος δυνατός σαν και εσένα της αξίζει.
-      Αχ! Λυπάμαι μικρέ μου ποντικέ, όμως είμαι πολύ μεγαλύτερος από την κόρη σου.  Η ηλικία μου χάνεται στα βάθη του ουρανού.  Ξέρω όμως κάποιον δυνατότερο από’ μένα. Τον ξάδερφό μου το βοριά.
Ο ποντικός δεν ήξερε το δρόμο για το σπίτι του βοριά.  Προσφέρθηκαν όμως να τον βοηθήσουν οι βροχοσταλίδες.  Αυτές τον παρέσυραν στο σπίτι του βοριά, που βρισκόταν στην οδό Ανέμου.
Μόλις ο ποντικός έφτασε εκεί αναζήτησε το κουδούνι.  Κουδούνι όμως δεν υπήρχε, γιατί το ξερίζωσε ο βοριάς μια νύκτα που ήταν πολύ θυμωμένος.  Τα αεροπλάνα που πετούσανε εκεί κοντά δεν τον άφηναν να κλείσει μάτι.
Ο ποντικός λοιπόν τρύπωσε κάτω από την πόρτα και μπήκε μέσα στο σπίτι του βοριά.  Εκεί δεν είδε κανέναν.  Σκέφτηκε να προχωρήσει λίγο πιο πέρα κι έφτασε στο δωμάτιο του κυρ βοριά.  Ο βοριάς κοιμότανε του καλού καιρού.  Ο ποντικός δεν έχασε λεπτό και προσπάθησε να τον ξυπνήσει.
Ξυπνώντας ο βοριάς χασμουρήθηκε τόσο δυνατά που ο καημένος ο ποντικός βρέθηκε να κρεμιέται από το φωτιστικό της οροφής.  Ο άνεμος ξαφνιάστηκε μόλις είδε τον ποντικό και τον ρώτησε τι γύρευε εκεί.
-             Αγαπητέ μου βοριά, βρίσκομαι εδώ για να σου ζητήσω να παντρευτείς την κόρη μου.  Πιστεύω πως είσαι αντάξιός της.
-      Μα… κυρ ποντικέ, εμείς είμαστε από διαφορετικούς κόσμους.  Πώς είναι δυνατόν να παντρευτούμε;
-      Κανένας ποντικός δεν είναι τόσο καλός για την κόρη μου.  Κανένας όσο εσύ, που είσαι δυνατός και ατρόμητος.
-      Εντάξει λοιπόν, θα την παντρευτώ, είπε ο βοριάς που του άρεσαν τα γλυκόλογα του ποντικού.  Ο γάμος λέω να γίνει αύριο στην εκκλησία που βρίσκεται στη σπηλιά του ανέμου.
Στο γάμο του βοριά και της ποντικίνας ήρθαν όλοι οι ποντικοσυγγενείς και οι ποντικοφίλοι της οικογένειας.  Καλεσμένοι επίσης ήταν το σύννεφο κι ο ήλιος με το φεγγάρι.  Στο τραπέζι υπήρχαν άφθονοι τυρομεζέδες, κόκκινο κρασί και μια διώροφη τυροτούρτα.
Ο γαμπρός από τη μεγάλη του χαρά γελούσε πολύ δυνατά φυσώντας με όλη του τη δύναμη.  Η καημένη η ποντικίνα έβλεπε τα τραπεζομάντηλα να πετάνε από δω κι απ’ εκεί ψηλά στον ουρανό, τους καλεσμένους να μην πετάνε στο έδαφος αλλά να τριγυρίσουν γύρω από τα σύννεφα και να χορεύουν ταγκό. 
Η δεξίωση είχε χαλάσει, όμως ο άνεμος απολογήθηκε για την καταστροφή που έφερε στο γάμο τους.  Η ποντικίνα τον συγχώρεσε και πήγανε στο σπίτι τους.
Όταν πέρασε λίγος καιρός, ο γέρο – ποντικός ήρθε για να επισκεφθεί την κόρη του.  Την ρώτησε αν περνάει καλά με το γαμπρό που της βρήκε.  «Αχ! Καλέ μου πατέρα», του είπε κλαίγοντας η ποντικίνα.  «Είμαι πολύ δυστυχισμένη.  Ο άνεμος τις περισσότερες ώρες λείπει από το σπίτι, ενώ όταν βρίσκεται εδώ φέρνει την καταστροφή.  Όταν μαγειρεύω αυτός φυσάει και το φαγητό κρυώνει.  Όταν στρώνω το τραπέζι αυτός πάλι φυσάει και σκορπίζονται τα σερβίτσια στον αέρα.  Η φωτιά το χειμώνα σβήνει και τα ρούχα μας πετάνε σκορπισμένα εδώ κι εκεί.  Δεν μπορώ άλλο να ζήσω με τον άνεμο».
Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο σπίτι ο άνεμος λυπημένος, αφού κατάλαβε τι συζητούσαν ο γερο – ποντικός με τη θυγατέρα του.
-      Συγγνώμη γερο – ποντικέ για τη δυστυχία που προκάλεσα στην κόρη σου.  Δεν μπορούμε να ζήσουμε μαζί.  Είμαστε τόσο διαφορετικοί.  Καλύτερα θα ήταν να παντρευτεί μ’ έναν ποντικό.  Θα την κάνει πιο ευτυχισμένη.
-      Εδώ που φτάσαμε ίσως να έχεις δίκιο, παραδέχτηκε ο γερο – ποντικός.
-      Νομίζω πως ξέρω κάποιον που θα μπορούσε να κάνει την κόρη σου ευτυχισμένη.  Μένει όμως στην άλλη άκρη της ποντικοχώρας.  Μπορώ να σας πάω εκεί τώρα.
Μετά από ένα σύντομο ανεμοταξίδι έφτασαν όλοι μπροστά από έναν υπέροχο και πανύψηλο πύργο.  Έξω στεκόταν ένας όμορφος ποντικοπρίγκηπας.  Μόλις είδε την ποντικίνα την ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά και της ζήτησε να τον παντρευτεί.
Την επόμενη μέρα έγινε ο γάμος τους που κράτησε τρεις ποντικομέρες και τρεις ποντικονύχτες.  Έζησαν για πάντα ευτυχισμένοι αποκτώντας πολλά ποντικάκια.
Κι όσο για τον άνεμο, αποφάσισε να φυσάει μόνο για να γυρνάνε οι ανεμόμυλοι στα αιολικά πάρκα και μόνο για να φουσκώνουν τα πανιά στα καράβια των ναυτικών…

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου