Αρετούσα, η όμορφη πριγκίπισσα
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σ’ ένα παλάτι μια όμορφη βασιλοπούλα που την έλεγαν Αρετούσα. Ζούσε εκεί με την οικογένειά της, το βασιλιά Ρασμίν και τη βασίλισσα Ρουμπίνι. Η ζωή τους στο παλάτι κυλούσε ήρεμα και το βασιλικό ζεύγος ήταν πολύ περήφανο για την κόρη του, αφού κανένας στο βασίλειο δεν την ξεπερνούσε στην ομορφιά, την εξυπνάδα και την καλοσύνη.
Μια φορά όμως συνέβη κάτι παράξενο με το ποτάμι. Εκεί που κυλούσε ήρεμο, άρχισε να αγριεύει και να θολώνει τη στιγμή που η Αρετούσα έσκυψε για να πιει νερό. Η όμορφη βασιλοπούλα τότε πήγε τρομαγμένη στο παλάτι.
Μόλις ξημέρωσε η πόρτα του παλατιού άνοιξε για τους τρεις σοφούς οι οποίοι πέρασαν στην αίθουσα του θρόνου ακούγοντας προσεκτικά το βασιλιά να τους εξηγεί τι είχε συμβεί. Οι σοφοί αποσύρθηκαν σ ‘ ένα ήσυχο δωμάτιο και μετά από αρκετή ώρα βγήκαν έξω έτοιμοι να δώσουν την απάντηση στο βασιλιά και την Αρετούσα.
Κύλησε ο καιρός κι η Αρετούσα, ακούγοντας τη συμβουλή των σοφών, έμεινε στο παλάτι προσπαθώντας να ξεπεράσει την τρομάρα που πήρε στο δάσος. Όσο όμως περνούσαν οι μέρες και οι μήνες, της έλειπαν οι ομορφιές του δάσους. Της είχαν λείψει τα πολύχρωμα λουλούδια, οι γλυκές φωνές των πουλιών και τα γάργαρα νερά του δάσους.
Η Αρετούσα κάθισε τότε στη ρίζα ενός γέρικου δέντρου για να ξαποστάσει και να σκεφτεί μια λύση για το πρόβλημα των φίλων της. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, το πελώριο αυτό δέντρο την άρπαξε με τα τεράστια κλαδιά του και τη φυλάκισε στη βαθιά του κουφάλα. Δεν ήταν άλλη από την κακιά νεράιδα που μεταμορφώθηκε στο γέρικο αυτό δέντρο, εξαφανίζοντας την Αρετούσα μια για πάντα.
Κανένας όμως δεν περνούσε πια από’ κει. Οι ντόπιοι θεωρούσαν το μέρος μαγεμένο και δεν το επισκέφτονταν ποτέ.
Ένα ανοιξιάτικο πρωινό οι αχτίδες του ήλιου καθρεφτίστηκαν παιχνιδιάρικα στα νερά του ποταμού. Τα ζωάκια ξύπνησαν και τεντώθηκαν βγαίνοντας από τις φωλίτσες τους, ενώ τα πολύχρωμα λουλούδια ρουφούσαν αχόρταγα τις τελευταίες σταγόνες της βραδινής βροχής. Ξαφνικά, ακούστηκε ο καλπασμός ενός αλόγου και σε λίγο φάνηκε καβάλα στο άλογο ένας όμορφος νεαρός πρίγκιπας. Ο πρίγκιπας κατέβηκε να ξεκουραστεί και άκουγε μαγεμένος το αηδόνι που τραγούδαγε το τραγούδι της Αρετούσας.
Ζούσε εδώ στα μέρη μας μια όμορφη κυρά.
Αρετούσα την ελέγαν κι ήταν κόρη βασιλιά
Και καμία δεν την έφτανε σε χάρη κι ομορφιά.
Μα η κακιά νεράιδα τη ζήλεψε πολύ
Κι έτσι σκέφτηκε να την εκδικηθεί.
Στου δέντρου την κουφάλα την έκλεισε η τρελή
Και κάποιον περιμένει
Για να ελευθερωθεί.
Άκουσε ο πρίγκιπας με προσοχή το τραγούδι και θέλησε να σώσει την Αρετούσα από την αιχμαλωσία. Δεν ήξερε όμως πώς. Ρώτησε λοιπόν το αηδόνι, το οποίο του είπε αυτά τα λόγια:
«Αν θες την Αρετούσα ελεύθερη να δεις,
στην κόκκινη κοιλάδα να τρέξεις τώρα ευθύς.
Ο μικρός κόκκινος δράκος τώρα θα σε βοηθήσει
Κι η όμορφη Αρετούσα εσένα θ’ αγαπήσει.
τρία μικρά διαμάντια απ’ το γαλάζιο του βυθού να φέρεις
Ο πρίγκιπας έκανε όσα του είπε το αηδόνι. Βρήκε τον κόκκινο δράκο στην κοιλάδα την κόκκινη κι αυτός με τη σειρά του βούτηξε στο βαθύ ωκεανό και βρήκε τα τρία μικρά διαμάντια κρυμμένα καλά σε μια μαγεμένη θαλασσοσπηλιά που τη φύλαγε ο δράκος του νερού. Ο δράκος αυτός ήταν δύσκολο να νικηθεί. Για να μπορέσει κάποιος να τον νικήσει, έπρεπε να απαντήσει σ’ ένα αίνιγμα που του έλεγε:
Ο κόκκινος δράκος, έξυπνος καθώς ήταν, κατάφερε να λύσει το αίνιγμα. Η απάντηση ήταν φυσικά ο χρόνος, οι μήνες και οι μέρες. Μόλις πήρε τα διαμάντια, πέταξε κατά το μαγεμένο δάσος με τον πρίγκιπα στην πλάτη του. Έφτασαν μπροστά από το γέρικο δέντρο, κρατώντας τα διαμάντια που θα έδιναν την ελευθερία στην Αρετούσα. Δεν ήξεραν όμως με ποιο τρόπο τα διαμάντια αυτά θα άνοιγαν την κουφάλα του δέντρου. Ο μικρός κόκκινος δράκος έφερε τότε στο μυαλό του τα λόγια του δράκου του νερού, που έλεγαν:
«Και σαν στο δάσος φτάσεις, κρατώντας τα διαμάντια
Στη σειρά πρέπει να τα βάλεις στου δέντρου την κουφάλα.
Πρώτο το μεγαλύτερο, μεσαίο το πιο λαμπρό,
Μόλις ο πρίγκιπας έβαλε στη σειρά τα διαμάντια η κουφάλα άνοιξε μεμιάς και από μέσα ξεπρόβαλε μια πανέμορφη κόρη που δεν ήταν άλλη από την Αρετούσα.
Από τη στιγμή που την αντίκρυσε ο πρίγκιπας την ερωτεύτηκε. Το ίδιο κι αυτή. Λίγες μέρες μετά έγιναν οι γάμοι τους και ο γέρο βασιλιάς δεν μπορούσε να πιστέψει πως ξαναβρήκε τη χαμένη του κόρη.
ΠΡΩΤΟ ΤΕΛΟΣ
ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΕΛΟΣ
ΤΡΙΤΟ ΤΕΛΟΣ
ΤΕΤΑΡΤΟ ΤΕΛΟΣ
Όσο για την κακιά νεράιδα έμαθε τα νέα της Αρετούσας και άρχισε να πηγαίνει προς το παλάτι του βασιλιά. Η πόρτα άνοιξε αθόρυβα και η κακιά νεράιδα μπήκε αποφασισμένη να σκοτώσει την Αρετούσα. Τότε ο βασιλιάς κάλεσε τους φρουρούς, οι οποίοι έδιωξαν την κακιά νεράιδα. Ο πρίγκιπας μόλις το έμαθε θύμωσε πολύ. Τότε πήγε στο δάσος, βρήκε τη νεράιδα και τη φοβέρισε. Αυτή φοβήθηκε τόσο πολύ που εξαφανίστηκε στο ποτάμι για πάντα. Ποτέ ξανά δεν την είδε κανείς.
ΕΚΤΟ ΤΕΛΟΣ
16 Μαρτίου 2011 στις 3:12 π.μ.
Πολύ ωραίο το καινούριο μας template!!!