twitter
rss

Αρετούσα, η όμορφη πριγκίπισσα

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σ’ ένα παλάτι μια όμορφη βασιλοπούλα που την έλεγαν Αρετούσα.  Ζούσε εκεί με την οικογένειά της, το βασιλιά Ρασμίν και τη βασίλισσα Ρουμπίνι.  Η ζωή τους στο παλάτι κυλούσε ήρεμα  και το βασιλικό ζεύγος ήταν πολύ περήφανο για την κόρη του, αφού κανένας στο βασίλειο δεν την ξεπερνούσε στην ομορφιά, την εξυπνάδα και την καλοσύνη.

Η Αρετούσα ξυπνούσε κάθε πρωί και καλημέριζε τον ήλιο, τα πουλιά και τον Κεραυνό,  το κάτασπρό της άλογο.  Στη συνέχεια, ετοιμαζόταν για τη μακρινή της βόλτα στο ποτάμι.  Η Αρετούσα απολάμβανε τη βόλτα στο ποτάμι γιατί εκεί συναντούσε καταπράσινα δέντρα, λογής- λογής πολύχρωμα λουλούδια και χαριτωμένα ζωάκια του δάσους.  Ήταν πολύ ευτυχισμένη.



Μια φορά όμως συνέβη κάτι παράξενο με το ποτάμι.  Εκεί που κυλούσε ήρεμο, άρχισε να αγριεύει και να θολώνει τη στιγμή που η Αρετούσα έσκυψε για να πιει νερό. Η όμορφη βασιλοπούλα τότε πήγε τρομαγμένη στο παλάτι.
Ο βασιλιάς μόλις είδε την κόρη του τόσο αναστατωμένη ανησύχησε πραγματικά και την ρώτησε: «Κόρη μου τι έγινε και είσαι κάτασπρη σαν το χιόνι; Τι είναι αυτό που σου συνέβη και είσαι τόσο τρομαγμένη;»  «Πατέρα μου και βασιλιά μου κάτι παράξενο συμβαίνει με το ποτάμι.  Όλα ήταν ήρεμα γύρω μου μέχρι τη στιγμή που έσκυψα να πιω νερό.  Τότε έγινε κάτι τρομερό.  Το ποτάμι αγρίεψε και έμοιαζε να ήθελε να με καταπιεί», αποκρίθηκε η Αρετούσα.  «Μα αυτό είναι φοβερό καλή μου κόρη.  Ποιος είναι αυτός που θέλησε να σε τρομάξει τόσο;  Αύριο πρωί-  πρωί θα καλέσω τους τρεις σοφούς του βασιλείου μας για να λύσουν αυτό το μυστήριο», είπε ο βασιλιάς κι έφυγε σκεφτικός από την αίθουσα.
Μόλις ξημέρωσε η πόρτα του παλατιού άνοιξε για τους τρεις σοφούς οι οποίοι πέρασαν στην αίθουσα του θρόνου ακούγοντας προσεκτικά το βασιλιά να τους εξηγεί τι είχε συμβεί.  Οι σοφοί αποσύρθηκαν σ ‘ ένα ήσυχο δωμάτιο και μετά από αρκετή ώρα βγήκαν έξω έτοιμοι να δώσουν την απάντηση στο βασιλιά και την Αρετούσα.
«Πολυχρονεμένε μας βασιλιά, νομίζουμε πως ξέρουμε ποιος θέλησε να τρομάξει την όμορφη Αρετούσα.» «Απαντήστε μου γρήγορα σοφοί μου άντρες.  Ποιος είναι αυτός και τι θέλει από την κόρη μου;» ρώτησε γεμάτος αγωνία ο βασιλιάς.  «Μέσα στο δάσος, εδώ και χιλιάδες χρόνια, μια κακιά νεράιδα ζει μέσα στο νερό.  Η νεράιδα του ποταμού.  Γνωρίζουμε ότι εδώ και καιρό παρακολουθεί την Αρετούσα και θέλει να της κάνει κακό.  Φαίνεται πως η νεράιδα κρύβεται πίσω απ’ όλα αυτά, αφού ζηλεύει την Αρετούσα για την ομορφιά της.» Είπαν οι σοφοί άντρες και συνέχισαν: «Σε συμβουλεύουμε όμορφή μας πριγκίπισσα να μην ξαναπάς μόνη στο ποτάμι.  Η νεράιδα δεν ήθελε μόνο να σε τρομάξει αλλά φαίνεται πως κάτι πολύ χειρότερο έχει στο μυαλό της.» Αυτά είπαν οι τρεις σοφοί κι έφυγαν απ’ το παλάτι.
Κύλησε ο καιρός κι η Αρετούσα, ακούγοντας τη συμβουλή των σοφών, έμεινε στο παλάτι προσπαθώντας να ξεπεράσει την τρομάρα που πήρε στο δάσος.  Όσο όμως περνούσαν οι μέρες και οι μήνες, της έλειπαν οι ομορφιές του δάσους.  Της είχαν λείψει τα πολύχρωμα λουλούδια, οι γλυκές φωνές των πουλιών και τα γάργαρα νερά του δάσους.
Ένα πρωινό λοιπόν η Αρετούσα ξύπνησε αποφασισμένη να ξεπεράσει το φόβο της και να επισκεφθεί ξανά το όμορφο εκείνο μέρος.  Στο μεταξύ η κακιά νεράιδα δεν ξέχασε καθόλου την όμορφη Αρετούσα, που ομορφότερή της δεν υπήρχε σ’ ολόκληρο το βασίλειο.  Όλο αυτό τον καιρό έβαζε  σε εφαρμογή το ραδιούργο σχέδιό της, που ήταν η εξαφάνιση της Αρετούσας.

Όταν η Αρετούσα έφτασε, μετά από τόσο καιρό, στο δάσος χάρηκε τόσο που είδε τους φίλους της ξανά.  Μόνο που της φάνηκαν θλιμμένοι και φοβισμένοι.  Φαινόντουσαν να αγωνιούσαν για κάτι.  «Τι έχεις σήμερα καλό μου σκιουράκι; Φαίνεσαι τόσο φοβισμένο.  Τι σου συμβαίνει;  Κι εσύ καλέ μου γερο-πλάτανε είσαι τόσο σκεφτικός κι ανήσυχος…», ρωτούσε η Αρετούσα προσπαθώντας να πάρει κάποια απάντηση για τη συμπεριφορά των φίλων της.  Κανένας όμως δεν απαντούσε.  Ήταν σαν κάποιος να τους είχε κλέψει τη μιλιά.
 
Η Αρετούσα κάθισε τότε στη ρίζα ενός γέρικου δέντρου για να ξαποστάσει και να σκεφτεί μια λύση για το πρόβλημα των φίλων της.  Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, το πελώριο αυτό δέντρο την άρπαξε με τα τεράστια κλαδιά του και τη φυλάκισε στη βαθιά του κουφάλα.  Δεν ήταν άλλη από την κακιά νεράιδα που μεταμορφώθηκε στο γέρικο αυτό δέντρο, εξαφανίζοντας την Αρετούσα μια για πάντα.
Κύλησαν τα χρόνια όπως κυλούσε και το γάργαρο νερό του ποταμού, ενώ κανένα ίχνος δεν υπήρχε από την όμορφη Αρετούσα.  Όλοι πια την είχανε ξεχάσει.  Όλοι εκτός από το γέρο – βασιλιά και τη βασίλισσα, καθώς και το φίλο της το πουλάκι – το πανέμορφο αηδόνι με τη γλυκιά φωνή- που διάλεξε για καινούρια φωλιά του τα κλαδιά του μαγεμένου δέντρου που κρατούσε φυλακισμένη την Αρετούσα.  Κάθε πρωινό τραγουδούσε με τη γλυκιά του φωνούλα το τραγούδι της Αρετούσας, με την ελπίδα ότι κάποτε θα περάσει κάποιος που θ’ ακούσει το τραγούδι του και θα σώσει τη βασιλοπούλα του.
 Κανένας όμως δεν περνούσε πια από’ κει.  Οι ντόπιοι θεωρούσαν το μέρος μαγεμένο και δεν το επισκέφτονταν ποτέ. 
Ένα ανοιξιάτικο πρωινό οι αχτίδες του ήλιου καθρεφτίστηκαν παιχνιδιάρικα στα νερά του ποταμού.  Τα ζωάκια ξύπνησαν και τεντώθηκαν βγαίνοντας από τις φωλίτσες τους, ενώ τα πολύχρωμα λουλούδια ρουφούσαν αχόρταγα τις τελευταίες σταγόνες της βραδινής βροχής.  Ξαφνικά, ακούστηκε ο καλπασμός ενός αλόγου και σε λίγο φάνηκε καβάλα στο άλογο ένας όμορφος νεαρός πρίγκιπας.  Ο πρίγκιπας κατέβηκε να ξεκουραστεί και άκουγε μαγεμένος το αηδόνι που τραγούδαγε το τραγούδι της Αρετούσας.
Κάποτε στα χρόνια τα παλιά
Ζούσε εδώ στα μέρη μας μια όμορφη κυρά.
Αρετούσα την ελέγαν κι ήταν κόρη βασιλιά
Και καμία δεν την έφτανε σε χάρη κι ομορφιά.
Μα η κακιά νεράιδα τη ζήλεψε πολύ
Κι έτσι σκέφτηκε να την εκδικηθεί.
Στου δέντρου την κουφάλα την έκλεισε η τρελή
Και κάποιον περιμένει
Για να ελευθερωθεί.

Άκουσε ο πρίγκιπας με προσοχή το τραγούδι και θέλησε να σώσει την Αρετούσα από την αιχμαλωσία.  Δεν ήξερε όμως πώς.  Ρώτησε λοιπόν το αηδόνι, το οποίο του είπε αυτά τα λόγια:

«Αν θες την Αρετούσα ελεύθερη να δεις,
στην κόκκινη κοιλάδα να τρέξεις τώρα ευθύς.
Ο μικρός κόκκινος δράκος τώρα θα σε βοηθήσει
Κι η όμορφη Αρετούσα εσένα θ’ αγαπήσει.
τρία μικρά διαμάντια απ’ το γαλάζιο του βυθού να φέρεις
Μονάχα αν πιστέψεις πως θα τα καταφέρεις».
Ο πρίγκιπας έκανε όσα του είπε το αηδόνι.  Βρήκε τον κόκκινο δράκο στην κοιλάδα την κόκκινη κι αυτός με τη σειρά του βούτηξε στο βαθύ ωκεανό και βρήκε τα τρία μικρά διαμάντια κρυμμένα καλά σε μια μαγεμένη θαλασσοσπηλιά που τη φύλαγε ο δράκος του νερού. Ο δράκος αυτός ήταν δύσκολο να νικηθεί.  Για να μπορέσει κάποιος να τον νικήσει, έπρεπε να απαντήσει σ’ ένα αίνιγμα που του έλεγε:
«Ένας πατέρας κεφαλή, δώδεκα γιοι ποδάρια και κάθε γιος στη ράχη του έχει τριάντα κόρες. Κάθε βράδυ πεθαίνει η μια, ταχιά γεννιέται η άλλη. Τι είναι»;
Ο κόκκινος δράκος, έξυπνος καθώς ήταν, κατάφερε να λύσει το αίνιγμα. Η απάντηση ήταν φυσικά ο χρόνος, οι μήνες και οι μέρες.   Μόλις πήρε τα διαμάντια, πέταξε κατά το μαγεμένο δάσος με τον πρίγκιπα στην πλάτη του.  Έφτασαν μπροστά από το γέρικο δέντρο, κρατώντας τα διαμάντια που θα έδιναν την ελευθερία στην Αρετούσα.  Δεν ήξεραν όμως με ποιο τρόπο τα διαμάντια αυτά θα άνοιγαν την κουφάλα του δέντρου.  Ο μικρός κόκκινος δράκος έφερε τότε στο μυαλό του τα λόγια του δράκου του νερού, που έλεγαν:
«Και σαν στο δάσος φτάσεις, κρατώντας τα διαμάντια
Στη σειρά πρέπει να τα βάλεις στου δέντρου την κουφάλα.
Πρώτο το μεγαλύτερο, μεσαίο το πιο λαμπρό,
           Κι άφησε για το τέλος μοναχά το πιο μικρό.»          
Μόλις ο πρίγκιπας έβαλε στη σειρά τα διαμάντια η κουφάλα άνοιξε μεμιάς και από μέσα ξεπρόβαλε μια πανέμορφη κόρη που δεν ήταν άλλη από την Αρετούσα.
Από τη στιγμή που την αντίκρυσε ο πρίγκιπας την ερωτεύτηκε.  Το ίδιο κι αυτή.  Λίγες μέρες μετά έγιναν οι γάμοι τους και ο γέρο βασιλιάς δεν μπορούσε να πιστέψει πως ξαναβρήκε τη χαμένη του κόρη.

ΠΡΩΤΟ ΤΕΛΟΣ
Όσο για την κακιά νεράιδα, μετά από τη συγχώρεση που της έδωσε η καλοσυνάτη Αρετούσα, συγκινήθηκε, μετάνιωσε και ζήτησε συγγνώμη από την Αρετούσα.  Επέστρεψε στο δάσος, αλλά αυτή τη φορά δεν σκεφτόταν να κάνει κακό σε κανένα. Όσο για την  Αρετούσα έζησε ευτυχισμένη με τον όμορφο πρίγκιπα για πάρα πολλά χρόνια.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΕΛΟΣ
Όσο για την κακιά νεράιδα, πήγε σε ένα σχολείο για να μάθει καλούς τρόπους.  Εκεί γνώρισε έναν μεγάλο μάγο και τον παντρεύτηκε.  Έτσι, αυτός της έμαθε καλούς τρόπους.  Από εκείνη την ημέρα η κακιά νεράιδα δεν ζήλευε κανέναν και δεν έκανε κακό σε κάποιον ποτέ ξανά στη ζωή της, γιατί είχε το μάγο να της λέει πως είναι πολύ όμορφη.
ΤΡΙΤΟ ΤΕΛΟΣ
Όσο για την κακιά νεράιδα είδε πως παντρευόταν η Αρετούσα και θύμωσε γιατί δεν είχε συνοδό για να πάει στο χορό του γάμου.  Καθώς έφευγε από το σπίτι της είδε στο δρόμο της ένα μάγο φίλο του πρίγκιπα.  Κι έτσι η νεράιδα βρήκε συνοδό για το χορό.

ΤΕΤΑΡΤΟ ΤΕΛΟΣ
Όσο για την κακιά νεράιδα, από την πολλή της κακία έπαθε κακιοπάθεια.  Τότε ζαλίστηκε και έπεσε στον ποταμό.  Κόντεψε να πνιγεί αλλά την τελευταία στιγμή την έσωσε ο πρίγκιπας.  Κατάλαβε το λάθος της και ζήτησε συγγνώμη από την Αρετούσα.  Στη συνέχεια, ταξίδεψε σε πολλά μέρη.  Βοήθησε ανθρώπους, ζώα, πουλιά και ψάρια και έδειξε ότι η καλοσύνη μπορεί να νικήσει κάθε κακία.
ΠΕΜΠΤΟ ΤΕΛΟΣ
Όσο για την κακιά νεράιδα έμαθε τα νέα της Αρετούσας και άρχισε να πηγαίνει προς το παλάτι του βασιλιά.  Η πόρτα άνοιξε αθόρυβα και η κακιά νεράιδα μπήκε αποφασισμένη να σκοτώσει την Αρετούσα.  Τότε ο βασιλιάς κάλεσε τους φρουρούς, οι οποίοι έδιωξαν την κακιά νεράιδα.  Ο πρίγκιπας μόλις το έμαθε θύμωσε πολύ.  Τότε πήγε στο δάσος, βρήκε τη νεράιδα και τη φοβέρισε.  Αυτή φοβήθηκε τόσο πολύ που εξαφανίστηκε στο ποτάμι για πάντα.  Ποτέ ξανά δεν την είδε κανείς.

ΕΚΤΟ ΤΕΛΟΣ
Όσο για την κακιά νεράιδα έγινε καλή και όμορφη κι έπιασε δουλειά στο παλάτι.  Ο δράκος παντρεύτηκε και έγινε μεγάλος και δυνατός.  Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

1 σχόλια:

  1. Πολύ ωραίο το καινούριο μας template!!!

Δημοσίευση σχολίου